- χρυσειδής
- -ές, Αβλ. χρυσοειδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσοειδής — ές, ΝΜΑ, και χρυσειδής Α όμοιος με χρυσό αρχ. το ουδ. ως ουσ. το χρυσοειδές χρώμα που χρυσίζει («τὸ χρυσοειδὲς γίνεται, ὅταν τὸ ξανθὸν καὶ τὸ ἡλιῶδες πυκνωθὲν ἰσχυρῶς στίλβῃ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ειδής*] … Dictionary of Greek